Η ρευματοκλοπή αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες οι οποίοι δρουν ανασταλτικά στην οικονομική ανάπτυξη του ενεργειακού τομέα μιας χώρας. Θεωρώντας ότι οι απώλειες ενέργειας κατά τη μεταφορά της, καθώς και λόγω της λειτουργίας του εξοπλισμού ενός Συστήματος Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΣΗΕ) είναι σταθερές (τεχνικές απώλειες), η ενέργεια η οποία τελικώς φθάνει (τιμολογείται) στο σύνολο των καταναλωτών διαφέρει σε μεγάλο βαθμό. Το γεγονός αυτό υποδεικνύει ότι μεγάλο μερίδιο των καταναλωτών διαφεύγει με δόλο, μερικώς ή καθολικά, της τιμολόγησης της καταναλισκόμενης ενέργειας, το οποίο φέρει μεγάλο οικονομικό αντίκτυπο στα κέρδη των εταιριών παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας. Σε παγκόσμιο επίπεδο, με βάση σχετική μελέτη του Ομίλου Northeast Group LLC, η ρευματοκλοπή παγκοσμίως ανέρχεται στο ύψος των 89 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως, με αρνητικούς πρωταγωνιστές την Ινδία, τη Βραζιλία και τη Ρωσία. Σε εθνικό επίπεδο, ο Διαχειριστής του Εθνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΔΕΔΔΗΕ) με βάση τα επίσημα στοιχεία των μη τεχνικών απωλειών του Δικτύου, τα οποία είναι εγκεκριμένα από την αρμόδια Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), διευκρινίζει ότι το κόστος της κλαπείσας ενέργειας, υπολογίζεται σε περίπου 80
εκατομύρια ευρώ ετησίως. Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι για το 2016 στην Ελλάδα το σύνολο των ρευματοκλοπών που εντοπίσθηκαν ανήλθε στις 11.528 περιπτώσεις, σε επίπεδα δηλαδή σχεδόν τετραπλάσια έναντι του 2011 (όταν είχε διαμορφωθεί σε 3.226). Ωστόσο, παρά τη θεαματική αύξηση του αριθμού των εντοπιζόμενων κρουσμάτων και την εντατικοποίηση των ελέγχων, το φαινόμενο δεν φαίνεται να ανακόπτεται. Η έξαρση του φαινομένου αποδιδόταν αφενός μεν στην παρατεταμένη οικονομική κρίση η οποία υποθάλπει την έκνομη συμπεριφορά, αφετέρου δε στην καθυστερημένη θέσπιση ενός νομικού πλαισίου (2017) αντιμετώπισης του ζητήματος. Επισημαίνεται δε, ότι η αντιμετώπιση του εν λόγω φαινομένου με επιτόπιες επιθεωρήσεις αποτελεί μία επίπονη και ιδιαίτερα δύσκολη διαδικασία, λόγω του τεράστιου αριθμού και τη διασπορά των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων και άρα το απαιτούμενο πλήθος κατάλληλα εκπαιδευμένων συνεργείων ελέγχου, τα κωλύματα πρόσβασης στους μετρητές εντός των κτηρίων κλπ. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ρευματοκλοπή εκτός από τα οικονομικά προβλήματα, προκαλεί και προβλήματα ποιότητας της παρεχόμενης ισχύος (στους καταναλωτές). Συγκεκριμένα, η ρευματοκλοπή έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του μη προβλεπόμενου φορτίου, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε υπερφόρτιση του εξοπλισμού του ΣΗΕ, σε αστάθειες του προφίλ της τάσης, καθώς και σε αύξηση του κόστους παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας. Κατά συνέπεια, ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου έξυπνου συστήματος αντιρευματοκλοπής για τις εγκαταστάσεις Χαμηλής Τάσης (ΧΤ) είναι εκ των ων ουκ άνευ και η συγκεκριμένη επένδυση προτείνει την επωφελή αξιοποίηση του προτεινόμενου συστήματος που αποτελεί επιτακτική ανάγκη στον χώρο της Διανομής της Ηλεκτρικής Ενέργειας.